- περιταμνόμενον
- περιτέμνωcutpres part mp masc acc sgπεριτέμνωcutpres part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιτέμνω — ΝΜΑ και περιτάμνω Α 1. τέμνω γύρω γύρω, κόβω ολόγυρα 2. ενεργώ, κάνω περιτομή αρχ. 1. (σχετικά με αμπέλια) κλαδεύω 2. αποκόβω τα άκρα, ακρωτηριάζω 5. μτφ. αποβάλλω, χάνω («πᾱσαν... περιταμνόμενον σοφίαν», Ευρ.) 6. μέσ. περιτέμνομαι α) προκαλώ… … Dictionary of Greek